μπαγιατίλα

μπαγιατίλα
η
1) см. μπαγιάτεμα; 2) устаревшая вещь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μπαγιατίλα" в других словарях:

  • μπαγιατίλα — η 1. η ιδιότητα τού μπαγιάτικου 2. η οσμή ή η γεύση τού μπαγιάτικου («το φαγητό μύριζε μπαγιατίλα») 3. (κατ επέκτ.) κάθε πράγμα μπαγιάτικο («αυτές τις μπαγιατίλες θέλεις να μού φορτώσεις;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν… …   Dictionary of Greek

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»